απανωτός

απανωτός
-ή, -ό
επίρρ. ο ένας ύστερα απ' τον άλλο, αλλεπάλληλος: Οι ατυχίες εκείνη τη χρονιά τούς είχαν έρθει απανωτές.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • απανωτός — ή, ό ο ένας μετά τον άλλο, αλλεπάλληλος …   Dictionary of Greek

  • επανωτός — και απανωτός, ή, ό (Μ ἐπανωτός και ἀπανωτός, ή, ό) 1. αυτός που βρίσκεται επάνω ή ακριβώς δίπλα στον άλλον, ο αλλεπάλληλος 2. χρον. ο ένας σε συνέχεια μετά τον άλλο, ο επάλληλος. επίρρ... επανωτά ή απανωτά α. σωρηδόν, σωριαστά, χύμα β. με τρόπο… …   Dictionary of Greek

  • επάλληλος — η, ο (AM ἐπάλληλος, η, ον και ος, ον) αυτός που γίνεται κατ επανάληψη ή με διαδοχική σειρά, ο ένας μετά τον άλλο, αλλεπάλληλος νεοελλ. (λογ.) «επάλληλες έννοιες» οι έννοιες που έχουν το ίδιο πλάτος, οι ισοπλατείς αρχ. μσν. συνεχής, απανωτός,… …   Dictionary of Greek

  • επάνω — και πάνω και απάνω και πάνου και (ε)πά (AM ἐπάνω, Μ και πάνω και ἀπάνω και πάνου και [έ]πά) (επίρρ. συχνά και ως πρόθ.) 1. ψηλά, στο πάνω μέρος ή στην πάνω επιφάνεια («ἐπάνω κατακεισόμεθ ἡμεῑς», Αριστοφ.) 2. (με άρθρο) ως επίθ. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • επαναπανωτός — ή, ό αλλεπάλληλος, ο ένας πάνω στον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επ άνω + απ άνω + κατάλ. τος (επαναληπτικό σύνθετο) ή < επανα + απανωτός] …   Dictionary of Greek

  • πυκνός — ή, ό / πυκνός, ή, όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. πυκινός, ή, όν, αιολ. τ. πύκνος, ον, Α 1. αυτός που περιέχει πολλή ύλη σε μικρό χώρο, δηλ. αυτός τού οποίου τα συστατικά βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους, συμπαγής, σφιχτός, κρουστός (α. «πυκνή ύφανση» β.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”